- καμβάς
- ο(λ. γαλλ.), χοντρό ύφασμα, που είναι πλεγμένο αραιότατα και χρησιμεύει ως βάση για κεντήματα, τάπητες κ.ά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καμβάς — ο 1. χοντρό ύφασμα από κανάβι ή λινάρι ή βαμβάκι ή μετάξι, πολύ αραιά πλεγμένο και δικτυωτό, που είναι κατάλληλο για κεντήματα, δαντέλες, τάπητες κ.λπ. 2. μτφ. (για λογοτεχνικό ή θεατρικό κ.λπ. έργο) η πλοκή, ο μύθος, η υπόθεση τού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
καναβωτό — και καν(ν)αβωτό, το [κάν(ν)αβις] ύφασμα από κάν(ν)αβη κατάλληλο για κεντήματα, καμβάς … Dictionary of Greek
κανεβάς — ο καμβάς* … Dictionary of Greek
Μπερτολούτσι, Μπερνάρντο — (Bernardo Bertolucci, Πάρμα 1940 –). Ιταλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Από τους διασημότερους και πιο σπουδαίους Ευρωπαίους δημιουργούς στον κινηματογράφο του 20ού αι., ο Μ. σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Ρώμης και… … Dictionary of Greek